Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Νόστιμον ήμαρ


-Καράβι, αν πας στον τόπο μου, καρτέρα μη σαλπάρεις,
ναύλο πληρώνω όσο θες, μαζί σου να με πάρεις.
-Μου ‘σκισε  αγέρας τα πανιά, μπήκαν νερά στ’ αμπάρια
κι οι αργοναύτες τα κουπιά τα παίξανε στα ζάρια

-Πάρε με, θα σου τραγουδώ  δελφίνι, στο ταξίδι,
πριν πιει όλο το αίμα μου η ξενιτιά σαν φίδι.
-Ένα τραγούδι αν θα μου πεις, κινάμε μάνι – μάνι
κι ως να μου πεις και άλλα δυο, θα πιάσουμε λιμάνι.

Αν ποτές ‘ρθω απ’ τη ξενιτιά και δω τη φαμελιά μου,
γονατιστός το βράχο σου θ’ ανέβω Παναγιά μου.
Αν δω και τη μανούλα μου να ‘ναι στο παραθύρι,
θα σου γεμίσω με χρυσά όλο το μοναστήρι

Το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος

                                                                                             
Στου παραμυθιού τα χρόνια, μάτια μου να σε χαρώ,
ζούσε ένα παλικάρι, γιόκας μάγισσας, θαρρώ.
Τριγυρνούσε στα λαγκάδια τις πανσέληνες βραδιές
και λευτέρωνε κοτσύφια πάνω από τις ξόβεργες

Μια φορά κι ένα καιρό, στους πρόποδες του Λεπέτυμνου ζούσε ένα Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος κι αγαπούσε πολύ τα κυκλάμινα και τα δέντρα του δάσους. Κάθε μέρα, η μάννα του, για να μην τεμπελιάζει, του 'δινε μια φέτα ψωμί κι ένα τσεκούρι και το 'στελνε στο δάσος να μαζέψει ξύλα για τη φωτιά. Όμως, το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος, αγαπούσε πολύ τα δέντρα και λυπόταν να τα πληγώνει. Όλη τη μέρα τριγυρνούσε στη ρεματιά και στις πηγές της Χιλιοπηγάδας, μάζευε κυκλάμινα και λευτέρωνε κοτσύφια απ' τις ξόβεργες. Κατά το μεσημέρι καθόταν μέσα στην κουφάλα του πλάτανου, που σκέπαζε όλη τη ρεματιά κι έτρωγε τη φέτα το ψωμί. Το απόγεμα μάζευε τίποτα ξερόκλαδα που του 'ριχνε το πλατάνι και τράβαγε για το σπίτι. Το βράδυ που γυρνούσε στο σπίτι, χωρίς ξύλα, η μάννα του , του 'βαζε τις φωνές.

Ζούσε εκεί και μια νεράιδα, σε σαλιγκαριού κορμί,
Το καλό  το παλικάρι μας,  της έδωσε ζωή
σαν γυρνούσε στα λαγκάδια τις πανσέληνες βραδιές
και λευτέρωνε κοτσύφια πάνω από τις ξόβεργες.

Μια μέρα, εκεί που τριγυρνούσε στη ρεματιά της Χιλιοπηγάδας, να σου μπροστά του ένα σαλιγκάρι, που ξεθάρρεψε απ' το πρωτοβρόχι κι ήθελε να βγει απ το καβούκι του. "Εϊ, παλικάρι που δεν θέλεις να γίνεις ξυλοκόπος, βοήθα με να βγω απ' το καβούκι μου και να γνωρίσω τον κόσμο κι εσένα!", του φώναξε. Το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος, τα 'χασε. Έσκυψε, πήρε στη παλάμη του το σαλιγκάρι, μάζεψε κι ένα μπουκέτο κυκλάμινα και τράβηξε για το σπίτι. "Απόψε, δε θα φωνάζει η μάννα μου" σκέφτηκε.
Αμ δε, Μόλις έφτασε στο σπίτι - δε λέω, πολύ χάρηκε η μάννα του, που της έφερε κυκλάμινα, τον αγκάλιασε και τον φίλησε γι αυτό - σαν είδε όμως πως δεν έφερε ξύλα, του 'βαλε πάλι τις φωνές κι άρπαξε το σαλιγκάρι να το ρίξει στο τζάκι. Το παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος, όρμησε γρήγορα κι έβγαλε το σαλιγκάρι απ' τη φωτιά. "Πρωί -πρωί να το πας από κει που το έφερες" του είπε η μάνα του.
Το άλλο πρωί, το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος, πήρε τη φέτα το ψωμί, πήρε το τσεκούρι, πήρε και το σαλιγκάρι στην παλάμη του κι έφυγε πάλι στο δάσος. Μόλις μεσημέριασε έκατσε να ξεκουραστεί και να φάει τη φέτα το ψωμί κάτω απ το μεγάλο πλατάνι. Την ώρα που έτρωγε, άρχισε πάλι τα παρακάλια το σαλιγκάρι, "Καλό μου Παλικάρι, που δεν θέλεις να γίνει ξυλοκόπος" του έλεγε "βοήθα με να βγω, γλίτωσε με απ την κατάρα του δράκου του Λεπέτυμνου, που μ' έχει φυλακίσει στο καβούκι μου". Το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος και που μόνο το καλό ήξερε να κάνει, πήρε στα χέρια του το σαλιγκάρι χώθηκε στην κουφάλα του πλάτανου και με τα δάχτυλά του έβγαλε το σαλιγκάρι απ' το καβούκι του.
Κι ω θάμα! αμέσως, παρουσιάστηκε μέσα απ' το καβούκι μια πανέμορφη νεράιδα. Το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος, πετάχτηκε ως εκεί πάνω απ την ταραχή του. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η κουφάλα του πλάτανου μεταμορφώθηκε αμέσως σε σάλα παλατιού. "Μη φοβάσαι Σωτήρη , έτσι θα σε λέω τώρα πια , γιατί είσαι ο Σωτήρας μου", τον ησύχασε και του είπε την ιστορία της. Πως ήταν η Νεράιδα της ρεματιάς που προστάτευε τα δέντρα απ' τους ξυλοκόπους και πως την τιμώρησε ο δράκος του Λεπέτυμνου, γιατί ήθελε να κάψει το δάσος και να χτίσει εκεί τα παλάτια του, -ήθελε, λέει, να βλέπει τη θάλασσα-. Του είπε ακόμα κι ότι της άρεσαν πολύ τα κυκλάμινα. "Σ' αγάπησα" συνέχισε να του λέει, "μια μέρα που σε είδα να λευτερώνεις τα κοτσύφια απ' τις ξόβεργες."

Παντρευτήκαν ένα βράδυ  κάτω απ΄τις βελανιδιές,
λούστηκαν μεσ΄το φεγγάρι κι ανταλλάξανε καρδιές                         
 κι όλο τώρα στα λαγκάδια τις πανσέληνες βραδιές
                        λευτερώνουνε  κοτσύφια πάνω από τις ξόβεργες

Να μη σας τα πολυλογώ το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος και η Νεράιδα της ρεματιάς παντρεύτηκαν. Χαρές να δείτε!
Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες βάσταξαν τα πανηγύρια. Το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος, έφερε στο παλάτι και τη μάννα του, που ήξερε μάγια καλά και τους προστάτευε απ' τον δράκο του Λεπέτυμνου. Όλοι τους ζούσαν μια ζωή χαρισάμενη.
Μια μέρα όμως, η μάννα του παλικαριού κατέβηκε στο χωριό, να δει μια ξαδέρφη της που ήρθε απ' τα ξένα. Το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος και η Νεράιδα της ρεματιάς, αγκαλιασμένοι, αγνάντευαν την Ανατολή. Τότε, ο δράκος του Λεπέτυμνου, βρήκε την ευκαιρία' άστραψε και βρόντηξε απ το κακό του κι έριξε ένα αστροπελέκι, μιαν αστραπή, μια λάμψη μ΄ ένα φως απόκοσμο και χώρισε στα δυο πλατάνι, παλάτι κι αγκαλιά.
Απ το παλάτι... Ότι απόμεινε απ αυτό - η ρίζα του χιλιόχρονου πλάτανου που κάηκε απ' τον κεραυνό-, παρασύρθηκε απ τα νερά του χειμώνα κι έφτασε ως τις εκβολές της Εφταλούς. Εκεί παραμένει χρόνια τώρα. Να κι η φωτογραφία του, που τράβηξε ένας γυρολόγος φωτογράφος.
Αν είσαι αλαφροίσκιωτος και βρεθείς κοντά στη ρίζα, την ώρα που το Αυγουστιάτικο φεγγάρι βουλιάζει στο πέλαγο, παίρνει ανθρώπινη λαλιά και σου λέει την ιστορία της, κατά πως την είπε και σε μένα.
Το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος και Νεράιδα της ρεματιάς, χάθηκαν στα τέσσερα σημεία του δάσους και πέτρωσαν απ΄ τον καημό τους. Έγιναν οι δυο κορφές του Λεπέτυμνου, ο Ξυλοκόπος που λάμπει στην Ανατολή κι η Νεράιδα που λούζεται στη Δύση. Μόνο τις μέρες του Δωδεκαήμερου, εκεί γύρω στα Φώτα που ανοίγουν οι ουρανοί, παίρνουν πάλι ανθρώπινη μορφή κι ανταμώνουν στη ρεματιά. Ξεθαρρεύουν και φανερώνονται στους καθαρόκαρδους.

Κι από τότε στα λαγκάδια τις πανσέληνες βραδιές
λευτερώνουνε κοτσύφια  πάνω από τις ξόβεργες

Γι αυτό κι εσείς, που και αγνοί και καλόκαρδοι είσαστε, αν τις μέρες αυτές δείτε ένα παλικάρι και μια πανέμορφη κοπελιά, να χοροπηδούν αγκαλισμένοι στη ρεματιά της Χιλιοπηγάδας, μη ταραχτείτε. Είναι το Παλικάρι που δεν ήθελε να γίνει ξυλοκόπος και η Νεράιδα της ρεματιάς, που τριγυρνούν αγκαλιασμένοι στα ψηλώματα του Λεπέτυμνου και λευτερώνουν κοτσύφια απ΄ τις ξόβεργες.
Τέλος του παραμυθιού. Καληνύχτα σας…